- τραγῳδῶν
- τραγῳδέωact a tragedypres part act masc nom sg (attic epic doric)τραγῳδόςmember of the tragic chorusmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
Μαρκόπουλος, Γιάννης — (Ηράκλειο 1939 –). Μουσικοσυνθέτης. Έμαθε βιολί και κλαρίνο, ενώ από νεαρή ηλικία συμμετείχε στην συμφωνική μπάντα της Ιεράπετρας. Στην Κρήτη έγραψε τις πρώτες συνθέσεις του, αρκετές από τις οποίες γνώρισαν επιτυχία αργότερα. Το 1956… … Dictionary of Greek